- πρωτονοικοκύρης
- ο, Νη κεφαλή τής οικογένειας («λείπει ο κάλλιος τού σπιτιού κι ο πρωτονοικύρης», δημ. τραγούδι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάλλιος — α, ο συγκρ. του επιθ. καλός καλύτερος, ανώτερος: Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού κι ο πρωτονοικοκύρης. Επίρρ. κάλλιο και κάλλια καλύτερα, προτιμότερα: Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)